Δευτέρα

Τάδε έφη Antonio Porchia.

Πηγή: gnomikologikon.gr

"Σε μια γεμάτη καρδιά υπάρχει χώρος για όλα και σε μια άδεια καρδιά δεν υπάρχει χώρος για τίποτα".

http://www.gnomikologikon.gr/catquotes.php?categ=115

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ο Antonio Porchia γεννήθηκε στις 13 Νοεμβρίου του 1885 στο χωριό Conflenti, που βρίσκεται στη επαρχία του Catanzaro στην Καλαβρία της Ιταλίας. Ήταν ο μεγαλύτερος από τους τέσσερις γιους του Francisco Porchia και της Rosa Vescio, και είχε και τρεις αδελφές. Ο πατέρας του ήταν ξυλέμπορος και μετακομίζει με την οικογένειά του στο Avellino, όπου ο Antonio περνάει τα παιδικά του χρόνια και το μεγαλύτερο μέρος της εφηβείας του. Ο θάνατος του πατέρα του, γύρω στο 1900, αναγκάζει τον Antonio, σε ηλικία μόλις 15 ετών, να εγκαταλείψει το σχολείο και να ριχτεί στη βιοπάλη για να επιβιώσει η οικογένεια. Λίγο καιρό αργότερα, η μητέρα του αποφασίζει να μεταναστεύσει στην Αργεντινή με έξι από τα επτά παιδιά της. Το μακρύ τους ταξίδι ξεκινά από τη Νάπολη και το 1902 αποβιβάζονται στο Buenos Aires. Ήταν η εποχή που η Αργεντινή δεχόταν ευχαρίστως μετανάστες, επειδή χρειαζόταν εργάτες γης. Από την άλλη, η Ιταλία βίωνε μια μεγάλη οικονομική κρίση: είχε περάσει μόλις μία δεκαετία από την ενοποίησή της.
«Τα παιδιαρίσματα είναι το αιώνιο, και το υπόλοιπο, όλο το υπόλοιπο, το σύντομο, το πολύ σύντομο»

Σε ηλικία 17 ετών ο Antonio αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη της οικογένειας και απασχολείται σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες (ξυλουργός, καλαθοπλέκτης, λιμενεργάτης κ.λ.π.), σε μια εποχή που το μεροκάματο αντιστοιχεί συνήθως σε 14 ώρες δουλειάς ή και περισσότερο. Αρχικά, η οικογένεια εγκαθίσταται σε ένα σπίτι στη συνοικία του Barracas. Αργότερα (γύρω στο 1918), μετακομίζει σε μία καλύτερη περιοχή, στο San Telmo. Την ίδια χρονιά ο Antonio και ο αδελφός του Nicolas, αγοράζουν ένα μικρό τυπογραφείο στην περιοχή, στην οδό Bollivar. Εκεί ο Antonio θα μάθει την τέχνη του τυπογράφου και θα την εξασκήσει μέχρι το 1935. Την επόμενη χρονιά, με τα αδέλφια του ήδη οικονομικά αποκατεστημένα και με δικές τους οικογένειες, ο Antonio επιλέγει τη μοναξιά. Εγκαταλείπει το τυπογραφείο και αγοράζει ένα σπίτι στην οδό San Isidro στη συνοικία της Saavedra, το οποίο γεμίζει με λουλούδια και καρποφόρα δέντρα. Συνεργάζεται στην έκδοση ενός αριστερού εντύπου, του «La Fragua» (1938-1939), στο οποίο εμφανίζονται για πρώτη φορά τα αποφθέγματά του, αποσπάσματα ή προτάσεις δηλαδή, που διανθίζουν συχνά το λόγο του και που αποφασίζει να ονομάσει «Φωνές».
«Χωρίς αυτή τη βλακώδη ματαιότητα που είναι το να επιδεικνυόμαστε και που ανήκει σε όλους και σε όλα, δεν θα βλέπαμε τίποτα και δεν θα υπήρχε τίποτα»

Από την αρχή της μοναχικής του ζωής, ο Porchia, συχνάζει στη La Boca, συνοικία του Buenos Aires στην οποία κατοικούν οι ιταλοί μετανάστες. Εκεί γνωρίζεται και γίνεται φίλος με μια ομάδα αναρχικών ζωγράφων και γλυπτών, με τους οποίους ιδρύει το 1940 την «Εταιρία Τέχνης και Γγραμμάτων Impulso». Οι φίλοι του αρχίζουν να τον πιέζουν να συγκεντρώσει σε ένα βιβλίο όλα τα αποφθέγματα με τα οποία εκφράζεται και καταγράφει σε σκόρπια φύλλα χαρτιού. Όχι χωρίς δισταγμό, στην αρχή, ο Antonio τελικά πείθεται και διαλέγει για τίτλο αυτόν, κάτω από τον οποίο, τις είχε πρωτοπαρουσιάσει στο περιοδικό La Fragua: Φωνές.
«Λίγη αγένεια ποτέ δεν με εγκαταλείπει. Και είναι αυτή που με προστατεύει»

Είμαστε στο 1943, ο Porchia είναι 57 ετών και, καθώς κανείς δεν τον ξέρει ως συγγραφέα, τα αντίτυπα του βιβλίου του μένουν στα αζήτητα. Καταλήγει να τα δωρίσει όλα στην Εταιρεία Προστασίας Λαϊκών Βιβλιοθηκών, μια οργάνωση που διευθύνει μια σειρά από μικρές βιβλιοθήκες σε όλη την Αργεντινή. Έτσι, παρατηρείται το παράδοξο, το πρώτο έργο ενός νέου συγγραφέα να βρίσκεται σε βιβλιοθήκες σε όλη τη χώρα. Πολλοί από τους αναγνώστες του, αντιγράφουν τις φωνές και τις κυκλοφορούν. Το έργο γίνεται γνωστό παντού. Η απήχησή του κάνει τον Porchia να τυπώσει και δεύτερη έκδοση. Ένα από τα αντίτυπα, αυτή τη φορά, πέφτει στα χέρια του γάλλου ποιητή και κριτικού Roger Caillois, ο οποίος κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου βρισκόταν στην Αργεντινή, εργαζόμενος στη σύνταξη του έγκριτου περιοδικού Sur, που διηύθυνε η Victoria Ocampo.
«Αν δεν σηκώνεις τα μάτια, θα πιστέψεις πως είσαι το πιο υψηλό σημείο»
Όταν ο Caillois επιστρέφει στη Γαλλία, μεταφράζει τις Φωνές και αρχίζει να τις δημοσιεύει σε διάφορα έντυπα, μέχρι που τις εκδίδει σε έναν τόμο, το 1949. Το βιβλίο αυτό αποσπά τον θαυμασμό του Henry Miller, ο οποίος συμπεριλαμβάνει τον Porchia μέσα στα 100 βιβλία μια ιδεώδους βιβλιοθήκης, σύμφωνα με μια έρευνα του Raymond Queneau, και κάνει τον André Breton να δηλώσει το 1952: «Η πιο εύπλαστη σκέψη στην ισπανική έκφραση είναι, για μένα, αυτή του Antonio Porchia, του Αργεντινού».
«Όποιος τα συγχωρεί όλα θα έπρεπε να συγχωρείται για όλα»
Οι διακρίσεις συνεχίζονται, αλλά ο Porchia παραμένει ταπεινός και αποτραβηγμένος. Στην Αργεντινή η αποδοχή του αρχίζει μετά την έκδοση των Φωνών του στα γαλλικά. Η ισπανόγλωσση έκδοση παραμένει στ αζήτητα, ενώ η γαλλική σημειώνει μεγάλη επιτυχία!!! Ο Antonio τα φέρνει δύσκολα οικονομικά, αναγκάζεται να πουλήσει το σπίτι της οδού San Isidro και να μείνει σε ένα άλλο, μικρότερο, στην οδό Malaver, στη συνοικία του Olivos. Εκεί θα ζήσει μέχρι το θάνατό του, το 1968.
«Έχουν πάψει να σε ξεγελούν, όχι να σε αγαπούν. Και σου φαίνεται πως έχουν πάψει να σε αγαπούν»
Κύριο στοιχείο του χαρακτήρα του αποτελούσε μια, χωρίς όρια, καλοσύνη: ποτέ κανείς δεν τον άκουσε να λέει κακό για κανέναν. Δεχόταν σπίτι του πολλούς φίλους, άλλοι από τους οποίους ήταν ζωγράφοι και άλλοι συγγραφείς. Ο Porchia ήταν ερωτευμένος με την τέχνη και όλες τις μορφές έκφρασής της. Αγαπούσε, επίσης, πολύ τον κήπο του και τις τριανταφυλλιές του. Ήταν ντροπαλός και συγκρατημένος. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, αν και κάποτε μίλησε για μια γυναίκα ελαφρών ηθών, που αποφάσισε να σώσει. Αναγκάστηκε να την αφήσει ύστερα από απειλές. Δεν φοβήθηκε για τη ζωή του, αλλά δεν θέλησε να βάλει σε κίνδυνο εκείνη.
«Όποιος δεν γεμίζει τον κόσμο του με φαντάσματα, απομένει μόνος»
Συχνά περνούσε τα σαββατοκύριακα στο εξοχικό σπίτι του Garcia και της Mary Orozco. Ένα από αυτά έπεσε από μια σκάλα, ενώ κλάδευε ένα δέντρο. Το δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του δημιούργησε έναν θρόμβο που τον έριξε σε κώμα. Υπεβλήθη σε εγχείριση, συνήλθε για λίγο μα, τελικά, κατέληξε στις 9 Νοεμβρίου του 1968, σε μια κλινική του Vicente Lopez, 20 μέρες πριν συμπληρώσει τα 83 του χρόνια. Ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο Τσακαρίτα του Μπουένος Άιρες, δίπλα σε εκείνον της μητέρας του.
«Το να κλαίγομαι για όλους και για όλα, μεγαλώνοντας, έφτασε να είναι το να κλαίγομαι για μένα σε μένα. Κι ακόμα μεγαλώνει»

Στα ελληνικά οι Φωνές έχουν εκδοθεί δύο φορές. Μια επιλογή τους το 1992, από τις εκδόσεις Στιγμή (σε μετάφραση Επαμεινώνδα Γονατά) και το σύνολό τους το 2004, από τις εκδόσεις της Ινδίκτου (σε μετάφραση Βασίλη Λαλιώτη), που είναι και το αντίτυπο που μου χαρίστηκε και από όπου πήρα τις φωνές του Porchia που υπάρχουν στο ποστ.
«Ο άνθρωπος τα κρίνει όλα από την παρούσα στιγμή, χωρίς να καταλαβαίνει πως μονάχα κρίνει μια στιγμή: την παρούσα στιγμή»

Τα στοιχεία της βιογραφίας του Antonio Porchia, μετέφρασα από τα ισπανικά από τον επίσημο διαδικτυακό του τόπο.
«Εσύ πιστεύεις πως με σκοτώνεις.
Εγώ πιστεύω πως αυτοκτονείς»

http://ninacouletaki.wordpress.com/2007/01/03/porchia/

Πέμπτη

Τάδε έφη Αβραάμ Λίνκολν

Πηγή: solon.org.gr

«Είμαι υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων όπως και των δικαιωμάτων των ανθρώπων…αυτός είναι ο δρόμος του ολοκληρωμένου ανθρώπου».

http://www.solon.org.gr/index.php/2008-03-19-17-02-27.html

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Πηγή: gnomikologikon.gr

Abraham Lincoln ( 1809-1865 , Αμερικανός πρόεδρος)

16ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών από το 1860 έως το 1865. Προηγουμένως υπήρξε αγρότης, λοχαγός του στρατού, δικηγόρος και γερουσιαστής.
Το 1863 υπέγραψε το διάταγμα για την κατάργηση της δουλείας, ενώ από το 1861 είχε ξεσπάσει ο Αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος. Δολοφονήθηκε από τον ηθοποιό Τζον Γουίλκς Μπουθ, ενώ παρακολουθούσε θεατρική παράσταση. Θεωρείται ο πιο σημαντικός Αμερικανός πρόεδρος.

http://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=170

Δευτέρα

Τάδε έφη Ράντγιαρντ Κίπλινγκ

Πηγή: madseeds.com

"Η γυναικεία εικασία περιέχει περισσότερη ακρίβεια, παρά η ανδρική σιγουριά".

http://madseeds.com/forum/showthread.php?1557-%C3%ED%F9%EC%E9%EA%DC-%E3%E9%E1-%E3%F5%ED%E1%DF%EA%E5%F2

Βιογραφία του

Πηγή:el.wikipedia.org

Ο Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (30 Δεκεμβρίου 1865 - 18 Ιανουαρίου 1936) ήταν Βρετανός συγγραφέας και ποιητής. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για το Βιβλίο της ζούγκλας (1894), το μυθιστόρημα Κιμ (1901) και το ποίημα "Αν..." (1895). Το 1907, του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ήταν ο πρώτος αγγλόφωνος συγγραφέας που κέρδιζε το βραβείο αυτό και μέχρι σήμερα αποτελεί το νεαρότερο κάτοχο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Κίπλινγκ γεννήθηκε στη Βομβάη της Ινδίας. Όταν ήταν 6 χρόνων, αυτός και η τρίχρονη αδερφή του στάλθηκαν στην Αγγλία υπό τη φροντίδα μιας γυναίκας ονόματι Χόλλογουεϊ. H άσχημη μεταχείριση και παραμέλησή του μέχρι τα 12 του χρόνια θα πρέπει να επηρέασε τη γραφή του, και πιο ιδιαίτερα τη συμπόνοιά του για τα παιδιά.

Αφού πέρασε μια μεγάλη περίοδο σε οικοτροφείο, ο Κίπλινγκ γύρισε το 1882 στη Λαχόρη της Ινδίας (πλέον η πόλη ανήκει στο Πακιστάν). Ξεκίνησε να εργάζεται ως συντάκτης σε μια μικρή τοπική εφημερίδα, την Civil & Military Gazette, και έκανe τα πρώτα του βήματα στο χώρο της ποίησης, εκδίδοντας τα πρώτα του επαγγελματικά έργα το 1883.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80, ταξίδευε σε όλη την Ινδία σαν ανταποκριτής της εφημερίδας Allahabad Pioneer, ενώ δραστηριοποιήθηκε και στην πεζογραφία, εκδίδοντας έξι μικρά βιβλία το 1888. Από εκείνη την περίοδο είναι και η νουβέλα "Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς".

Τον επόμενο χρόνο, ο Κίπλινγκ ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι πίσω στην Αγγλία, περνώντας από τη Βιρμανία, την Κίνα, την Ιαπωνία και την Καλιφόρνια, διασχίζοντας τέλος τον Ατλαντικό και φτάνοντας στο Λονδίνο. Από τα πιο γνωστά ποιήματά του εκείνης της εποχής είναι η Μπαλάντα της Ανατολής και της Δύσεως.

Το 1892, ο Κίπλινγκ παντρεύτηκε την Καρολίν (Κάρι) Μπαλεστιέ. Κατά το μήνα του μέλιτος, η τράπεζα του Κίπλινγκ χρεωκόπησε. Εξαργυρώνοντας τα ταξιδιωτικά τους εισιτήρια, κατάφεραν να επιστρέψουν μέχρι το Βερμόντ. Ο Κίπλινγκ και η σύζυγός του έζησαν στην Αμερική για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, περίοδο κατά την οποία ο Κίπλινγκ στράφηκε στη συγγραφή παιδικών βιβλίων, για τα οποία είναι σήμερα και περισσότερο γνωστός (Το βιβλίο της ζούγκλας).

Το 1898, ο Κίπλινγκ άρχισε να κάνει ταξίδια χειμερινών διακοπών στην Αφρική και τα συνέχισε και τα επόμενα χρόνια. Της περιόδου αυτής είναι το ποίημα του Κίπλινγκ "Γκούνγκα Ντιν" (1892), ενώ το 1901 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Κιμ. Το 1907, του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Και το 1910, εκδόθηκε το γνωστότερο ποίημα του, "Αν...".

Πολλές παλιές εκδόσεις βιβλίων του Κίπλινγκ έχουν στο εξώφυλλο μια σβάστικα, κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τον Κίπλινγκ ως οπαδό των Ναζί. Ωστόσο, ο Κίπλινγκ χρησιμοποιούσε τη σβάστικα σαν αρχαίο ινδικό σύμβολο καλής τύχης και ευεξίας. Όταν το σύμβολο άρχισε να χρησιμοποιείται από τους Ναζί, ο Κίπλινγκ το αφαίρεσε από τα βιβλία του.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CF%81%CE%BD%CF%84_%CE%9A%CE%AF%CF%80%CE%BB%CE%B9%CE%BD%CE%B3%CE%BA

Παρασκευή

Τάδε έφη Γιάννης Τσαρούχης.

Πηγή: gnomikologikon.gr

"Το να μην μπορείς να πιστέψεις είναι ένα είδος αναπηρίας".

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ

Πηγή: os3.gr

O Γιάννης Τσαρούχης
Του Γιώργου Νικολαϊδη

Ο Γιάννης Τσαρούχης θεωρείται από πολλούς ο γνωστότερος Ελληνας ζωγράφος του 20ού αιώνα. Σίγουρα, ήταν μία από τις πιο αξιομνημόνευτες, πολύπλευρες και ισχυρές προσωπικότητες της ελληνικής τέχνης, ανοιχτός στη γνώση. Κοσμοπολίτης και ελληνολάτρης, μοντέρνος και παραδοσιακός, καλλιτέχνης και διανοούμενος, πολυμαθής γνώστης των αρχών που διέπουν την ιστορία, την κοινωνία, τον άνθρωπο και τον πολιτισμό. Γλυκύς και είρων, λιτός και αισθησιακός, συντηρητικός και επαναστάτης, αποτέλεσε ένα από τα πλέον δημιουργικά μέλη της γενιάς του '30. Το διπλό νήμα, του κοσμοπολιτισμού και της παράδοσης, διαπερνά και χαρακτηρίζει ολόκληρο το έργο του, που διαμορφώνεται από μία εκλεκτική σύνθεση στοιχείων ελληνικών και ευρωπαϊκών, παραδοσιακών και μοντέρνων, υφασμένων γύρω από μιαν αντρική, κυρίως, λαϊκή ανθρωπότητα, η οποία διασχίζει το ζωγραφικό χώρο και τον ιστορικό χρόνο μέσα από διάφορους τρόπους αναπαράστασης.
Παράλληλα με τη ζωγραφική, ο Γιάννης Τσαρούχης καλλιέργησε με πολλή επιτυχία και την αγάπη του για το θέατρο. Επιλεκτικά αναφέρουμε τα σκηνικά και κοστούμια της «Ερωφίλης» που ανέβασε το 1934 σε συνεργασία με τον Κάρολο Κουν. Μαζί με τους Κουν και Δ. Δεβάρη υπήρξαν από τους συνιδρυτές της Λαϊκής Σκηνής. Οι «Ορνιθες», για τους οποίους έκανε τα σκηνικά και τα κοστούμια, με μουσική Μάνου Χατζιδάκι και χορογραφία Δώρας Στράτου, υπήρξαν μία από τις επιτυχέστερες θεατρικές παραστάσεις έργου του Αριστοφάνη. Οι «Τρωάδες», τις οποίες σκηνοθέτησε ο ίδιος, υπήρξαν μία από τις σημαντικότερες προτάσεις ανεβάσματος αρχαίας τραγωδίας, ενώ η όπερα «Μήδεια» με την Μαρία Κάλλας, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και κοστούμια Φράνκο Τζεφιρέλι, τον οδήγησε σε διεθνείς επιτυχίες.
Το έργο του Τσαρούχη όμως, πέραν των τεχνοτροπικών του αναζητήσεων, ξεχειλίζει από μια ακόρεστη δίψα για την οπτική ενσάρκωση μιας ψυχικής διάθεσης. Η ελληνικότητα, η επιστροφή στις ρίζες, στην αδιάσπαστη ενότητα του ελληνισμού εμπεριέχεται σε κάθε βήμα, σε κάθε πειραματισμό του πινέλου αυτού του μεγάλου καλλιτέχνη. Ο Τσαρούχης, ως γνήσιος κληρονόμος ενός πολιτισμού, δεν έδωσε υπόσταση μόνο στον πλούτο του εσώτερου εαυτού του αλλά και σε μια εποχή ολόκληρη που μαστίζεται από πολιτικές και κοινωνικές αναταράξεις διαμορφώνοντας την αισθητική των Νεοελλήνων περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.

Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910 από πατέρα έμπορο, Μοραΐτη, και μητέρα ψαριανή και πραγματοποίησε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Η κλίση του προς τη ζωγραφική διαμορφώθηκε ήδη από την παιδική του ηλικία. Ήταν μικρός όταν είδε μια ζωγραφιά του Γύζη στο ημερολόγιο του Σκόκου και είπε στη μητέρα του « Δε βαριέται να βάφει ένα τόσο μεγάλο φόντο με σκούρο χρώμα;». Εκείνη την εποχή έβαφε με παστέλ σε χαρτί διαστάσεων 70Χ100 εκ. αφήνοντάς το σε πολλά σημεία άβαφο. Στα οχτώ του χρόνια είδε τα ψηφιδωτά στο Δαφνί που του δημιούργησαν μια έντονη ψυχική ταραχή. Έβλεπε κάτι που ήταν ζωγραφική περισσότερο από κάθε τι άλλο και όμως νόμιζε ότι ήταν κάτι διαφορετικό.
Μέχρι το 1929 διαμορφώνεται το πρώιμο έργο του στο οποίο προσεγγίζει περισσότερο τον ανατολίτικο εξπρεσιονισμό, τον οποίο ποτέ ουσιαστικά δεν εγκατέλειψε. Την ίδια περίοδο κάνει και τις πρώτες του σκηνογραφικές μελέτες για την «Πριγκίπισσα Μαλέν» του Μέτερλινγκ που σκηνοθετεί ο Φώτος Πολίτης. Το θέατρο με το σκηνοθετικό και το σκηνογραφικό του χώρο, με την εγγενή δυνατότητα για μεταμόρφωση, τον μάγευε. Ως μαθητής του Παρθένη και του Κόντογλου από το 1931 έως το 1934, δέχτηκε επιρροές τόσο από τις νέες τάσεις των ιμπρεσιονιστικών και μεταιμπρεσιονιστικών κινημάτων, όσο και από τη λαϊκή παράδοση και τη βυζαντινή τεχνοτροπία. Αισθάνεται μάλιστα πλησιέστερα στα έργα της δεύτερης περιόδου του δάσκαλού του Παρθένη, που θυμίζουν τους «παλιούς βυζαντινούς εικονιστές και ψηφιδογράφους», με τα θέματά τους που «αγγίζουν την ανατολίτικη αισθηματολογία». Η περίοδος της μαθητείας του δε κοντά στον Κόντογλου, όπου η υστεροβυζαντινή περίοδος με τα νεοελληνικά στοιχεία της, τα συναξάρια και τα παραμύθια της Ανατολής κεντρίζουν τη φαντασία του. Υπήρξε μάλιστα και βοηθός του για κάποιο διάστημα. «Το Βυζάντιο είναι ο αρχαίος κόσμος όπως διεσώθη με τα τραύματα της μοίρας» θα γράψει στην «Επιθεώρηση Τέχνης» το 1964.
Ιδιαίτερη αίσθηση έκαναν στον Τσαρούχη οι φιγούρες του θεάτρου σκιών του Καραγκιόζη, κυρίως μέσα από το ιδίωμα του Σπαθάρη και τις αφίσες του Δεδούσαρου, ενώ μελετούσε και την αρχαία ελληνική τέχνη, με βαθιά πίστη στην ενότητα που διαπνέει το ελληνικό πνεύμα και στις ρίζες όλης της νεότερης δυτικής τέχνης σ΄ αυτό. Στους τύπους του θεάτρου σκιών, με τις δισδιάστατες αεικίνητες φιγούρες,, όπως και στις εικόνες της αγιογραφίας, έβλεπε ότι μπορούσε «μέσα από ατέλειωτες θυσίες μορφών, να επιζήσει ο ελληνικός έρως και η ιερή πίστη, στον άνθρωπο των ανατολιτών», όπως είχε πει το 1964. Ο πολυμήχανος Καραγκιόζης με ότι τον συνιστά, ενσαρκώνει για το ζωγράφο τα ιδιοσυγκρασιακά γνωρίσματα του αστικοποιημένου Έλληνα ενώ ταυτόχρονα τα παρωδεί, όντας την ίδια στιγμή θύτης και θύμα των καταστάσεων από τις οποίες επιβιώνει παρά τις αντίξοες συνθήκες που τον πολιορκούν.

Δε μιμείται το πρότυπό του αλλά το «θαυμάζει αδίστακτα» καθώς μπορεί να διακρίνει μέσα σ' αυτό το πνεύμα του δυτικού μπαρόκ γοητευτικά μπολιασμένο με Μολιερικά γκροτέσκα στοιχεία, την ατμόσφαιρα του νεορομαντισμού ανάμεικτη με τόνους του ιταλικού μελοδράματος, βενετσιάνικα χαρακτηριστικά διασταυρωμένα με παραφράσεις τωνπαραμυθιών της Χαλιμάς. Τα έργα αυτής της περιόδου, όπως το «Περιβόλι της Κηφισιάς», «Η ψαριανή», «Η κουλουριώτισσα» και οι «Ελληνικές βιοτεχνίες» είναι ενδεικτικά της έντονης ελληνικότητας που διαπνέουν και το μελλοντικό έργο του. Το 1934 φιλοτεχνεί τα σκηνικά της «Ερωφίλης» του Χορτάτση που ανέβασε ο Κουν, εκκινώντας μία πολύχρονη συνεργασία με το μεγάλο αυτό θεατράνθρωπο. Για πρώτη φορά έγινε τότε χρήση αυθεντικών λαϊκών στοιχείων σε σκηνικά, σε ένα έργο σταθμό στην ελληνική σκηνογραφία.
Συνεχίζει ζωγραφίζοντας κάποια αφηρημένα μετακυβιστικά έργα εξαιτίας των χρωματικών τους αναζητήσεων. Το 1935 μεταβαίνει στο Παρίσι «για να δει τη νέα εποχή π' αρχίζει και τον παλιό κόσμο να χάνεται». Εκεί, γνωρίζει και μετέχει στο καλλιτεχνικό κλίμα της εποχής όπου κυριαρχούν ακόμα ο κλασικισμός του Νταβίντ και του Ένγκρ, αλλά και οι πιο πρωτοποριακές τάσεις των Μανέ, Κουρμπέ και Ρενουάρ. Εντυπωσιάζεται από το σουρεαλισμό του Νταλί, γνωρίζεται με τον Ματίς και τον Τζιακομέτι αλλά παράλληλα έρχεται σε επαφή με το έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, του οποίου παρέμεινε θαυμαστής κι ένας από του καλύτερους σχολιαστές του μέχρι το τέλος της ζωής του. Το δίλημμα για τον Τσαρούχη εκείνη την περίοδο εστιαζόταν στο να ακολουθήσει την εποχή του χωρίς όμως να απομακρυνθεί από την παράδοση. Το 1936 γυρνάει στην Ελλάδα διαπιστώνοντας, ότι ενώ ήθελε να κάνει έργα σαν του Κουρμπέ, του Ένγκρ ή του Ρενουάρ, η ζωγραφική του θυμίζει περισσότερο Ματίς.
Το 1938 πραγματοποιεί την πρώτη ατομική του έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στην Αθήνα.
Ήδη πριν από το 1940 ο Τσαρούχη κάνει δύο σπουδές γυμνού από το φυσικό, σημειώνοντας μια απομάκρυνση από τον ανατολίτικο εξπρεσιονισμό και μία διαφορετική ερμηνεία της διδασκαλίας του Κόντογλου, κάνοντας μια στροφή προς τα γεώδη χρώματα και τη λογική της φωτοσκίασης. Κάποια από τα έργα αυτής της περιόδου είναι «Νέος στο πρόθυρο με φανέλα της ΑΕΚ», «Ο ποδηλάτης» και «Νέος καθιστός μπροστά σε ένα διακοσμητικό φόντο» το οποίο είναι και το τελευταίο έργο όπου παραμένει εμφανής η επίδραση του Σπαθάρη. Με το «Κεφάλι του Ναύτη» που ζωγράφισε επίσης το 1940, εκφράζει την αντίδρασή του σε μια σειρά από κεφάλια ενταγμένα στη νατουραλιστική τεχνοτροπία, που όμως τον είχαν κουράσει.

Το παράδοξο με τα έργα αυτά είναι ότι ενώ θυμίζουν Ματίς είναι πλασμένα με φως ελληνικό. Το 1940 επιστρατεύθηκε και υπηρέτησε ως μηχανικός. Η αγριότητα της κατοχής κάνει τον Τσαρούχη να αγαπά τα πιο γλυκά και περίτεχνα πράγματα. Οι δύο εικόνες που προοριζόταν για την εικονογράφηση του Απολλώνιου του Μελαχρινού, φανερώνουν το νόημα αυτής της στάσης. Η «Αυτοπροσωπογραφία» την οποία ζωγράφισε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, σε ένα χωριό της Αλβανίας είναι το εναρκτήριο έργο αυτής της περιόδου που σημαδεύτηκε από στερήσεις και αντίσταση. Το 1947 πραγματοποιεί δύο ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Την ίδια χρονιά, κάνει εκ νέου μια στροφή στο παλιότερο ύφος του καθώς απομακρύνεται από τον νατουραλισμό, στον οποίον όμως θα ξαναγυρίσει από το 1953 έως το 1958, εξαιτίας μιας συνεργασίας του με έναν επιχειρηματία. Τα έργα αυτής της περιόδου(« Το Νέον», καφενεία κλπ) διαπνέονται και από μία έντονη τάση προς τη ρωμαίικη τέχνη που είχε χαρακτηρίσει και το προηγούμενο έργο του. Τα περιγράμματα γίνονται τώρα πολύ απλά όπως και τα χρώματά του.
Παράλληλα, το 1951 εκθέτει σε Παρίσι και Λονδίνο. Το 1953 υπογράφει συμβόλαιο με την Γκαλερί Ιόλας της Νέας Υόρκης. Το 1956 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχάϊμ και το 1958 παίρνει μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας.

Από το 1959 έως το 1962 απομακρύνεται από τη ζωγραφική και κατασκευάζει σκηνικά για τις Όπερες στο Φεστιβάλ της Επιδαύρου, στη Σκάλα του Μιλάνου, στου Κουν για αρχαία κωμωδία κ.ά. Η ενασχόλησή του με τη σκηνογραφία θα εμπλουτιστεί στο μέλλον από σπουδαίες συνεργασίες όπως αυτή του Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου της Γαλλίας, του Θεάτρου Ολύμπικο της Βιτσέντζα και της Ντάλας Σιβίκ Όπερας του Τέξας
Από το 1961 έως το 1967 προσανατολίζεται στη νατουραλιστική όραση με λίγες αναγωγές στον αρχαϊσμό. Ενδεικτικά αυτής της περιόδου είναι τα «Κεφάλια με μήνες και εποχές», «Πολυθρόνα», «Το καφενείον Νέον το βράδυ, «Ο μήνας Μάης» κ.α.

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ο Τσαρούχης βρίσκεται αυτοεξορισμένος στο Παρίσι. Εκεί ερευνά τα υλικά της ζωγραφικής του, παραμένει στη ρωμαίικη τέχνη παίρνοντας όμως και στοιχεία από το νέο περιβάλλον. Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του συμπυκνώθηκε σε μια σειρά από μεγάλες συνθέσεις σε εσωτερικούς χώρους. «Οι τέσσερις εποχές» με δύο ζεύγη γυναίκες και άντρες, μία άλλη σειρά με τέσσερις εποχές με τέσσερις διαφορετικές γυναίκες, άλλη μία παρόμοια σειρά με μοντέλο ένα νεαρό Γάλλο και στα τέσσερα έργα που την απαρτίζουν, «Η πλατεία Βαντόμ», «Ο τσάμικος και ο ζεϊμπέκικος» με στρατιώτες και ναύτες που χορεύουν, είναι κάποια από τα πολυάριθμα έργα που δημιουργεί στο νέο του εργαστήριο. Το 1977 ανεβάζει τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη σε δική του απόδοση, διδασκαλία και σκηνογραφία. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, τη μετάφραση και τη συγγραφή βιβλίων για την Τέχνη. Η γαλλική πρωτεύουσα κράτησε τον Τσαρούχη μέχρι το 1980, όταν αποφάσισε να επιστρέψει πάλι στην Ελλάδα, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του το 1989. Το 1982 μετατρέπει το σπίτι του στο Μαρούσι σε μουσείο Γ. Τσαρούχη, με έργα της προσωπικής του συλλογής, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί και το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του.
Παράλληλα, από το 1980 και μετά κυκλοφορεί τα «πολλαπλά» του, μια μέθοδος που είχαν ήδη χειριστεί πολλοί Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες καθώς οι τιμές των έργων τους ήταν πλέον απρόσιτες για ένα μέσο βαλάντιο. Πρόκειται για μια ειδική κατηγορία έργων που φιλοτέχνησε κατά καιρούς παράλληλα με την άλλη δουλειά του. Τη διάδοση των έργων του ο Τσαρούχης την θέλησε και την πίστεψε, δεν την επεδίωξε. Θεωρούσε πως η λειτουργική του προσφορά θα δικαιωνόταν, εάν συνέχιζε να είναι λειτουργικά ζωντανή μέσα στους καθημερινούς χώρους, συντροφιά στις σκέψεις και στα όνειρα των ανθρώπων, που ήταν τα εναύσματα της φαντασίας του και η πάγια απεύθυνσή του. Αυτή η επιθυμία του ευοδώθηκε καθώς τα περισσότερα από τα πολλαπλά του είναι σήμερα εξαντλημένα.

..Μιλούμε συνεχώς για Ανατολή και Δύση ξεχνώντας πάντοτε πόσο βαθιά επίδραση είχε η Ελληνική ζωγραφική τόσο στην Ανατολή όσα και στη Δύση. Γι αυτό σκέφτηκα συχνά πως τις τέχνες που δεν ακολουθούν το ελληνικό παράδειγμα θα 'πρεπε να τις χαρακτηρίζουμε με το αν είναι προελληνικές ή με το βαθμό που είναι αντι-ελληνικές, έστω και αν ακολουθούν ελληνικούς τρόπους.
Το τι είναι ελληνικό προσπαθούμε και εμείς οι Έλληνες να το μάθουμε όπως και τόσοι άλλοι. Παράλληλα μ' αυτό ο εξελληνισμός μας είναι παλιότερος και διαφορετικός από τον εξελληνισμό του Δυτικού, που επηρεάζει και εμάς όσο πάει και περισσότερο. Το να εξελληνιστεί κανείς κατέληξε συχνά σε ιδανικό διεθνές που οδηγεί σε ευγενή συναγωνισμό.
Για μας τους Έλληνες αυτό το δυτικό ιδανικό, που κάθε τόσο αδυνατίζει, είναι αδύνατο να είναι ξεχωρισμένο και άσχετο με τον προαιώνιο εξελληνισμό μας, δηλαδή τη συμμετοχή μας στον ελληνιστικό πολιτισμό που συνεχίζεται.
Πρέπει να μιλούμε με θάρρος για όλα αυτά για να γλιτώσουμε κάποτε από τη φτηνή προγονοπληξία...

http://www.os3.gr/arhive_afieromata/gr_afieromata_giannis_tsaroyhis.html

Πέμπτη

"Τάδε έφη" Σαλβαδόρ Νταλί

Πηγή: MEN24

Ο Σαλβαδόρ Νταλί έχει ταυτιστεί με το Σουρεαλισμό, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επιδειξιομανία του. Πράγματι, η «παρανοϊκή - κριτική δραστηριότητά» του υπήρξε αρκετά επιτήδεια και προκλητική, ώστε να δικαιολογεί αυτή την ταύτιση. Η αντίφαση και η υπερβολή της ζωής του έγιναν συνώνυμες με την ίδια την έννοια της «υπερπραγματικότητας» σε τέτοιο βαθμό, που το ίδιο το κοινό θεώρησε - και συνεχίζει να θεωρεί - τον Νταλί ως «αποκλειστικό» εκπρόσωπο του υπερρεαλιστικού κινήματος.
Η θεατρικότητά του, μόνιμο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς του, τον βοήθησε να εκμεταλλευτεί - συχνά με κυνικό τρόπο - συναισθηματικά αδιέξοδα και του χάρισε τη δυνατότητα να μετατρέπει τον εντυπωσιασμό σε τρόπο ζωής, με αποτέλεσμα η φυσική του «τρέλα» να γίνεται αντικείμενο όχι μόνο θαυμασμού αλλά και μελέτης. Το σίγουρο είναι πως η πληθωρική καλλιτεχνική του παρουσία αποτέλεσε από μόνη της έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς στην τέχνη του 20ου αιώνα. Αιώνια πιστός στους καλειδοσκοπικούς διαδρόμους της φαντασίας του και στη μούσα του, Γκαλά, δημιούργησε μια ατελείωτη σειρά από αριστουργήματα.


Σας παρουσιάζουμε 24 προκλητικές του φράσεις που άφησαν εποχή.


1. «Ο πραγματικός ζωγράφος είναι εκείνος που μπορεί να ζωγραφίσει εξαιρετικές σκηνές στη μέση μιας κενής ερήμου. Ο πραγματικός ζωγράφος είναι εκείνος που μπορεί να ζωγραφίσει υπομονετικά ένα αχλάδι, τη στιγμή που τον ζώνουν οι ταραχές της ιστορίας».


2. «Η μόνη διαφορά ανάμεσα σε εμένα και έναν τρελό, είναι πως εγώ δεν είμαι τρελός».


3. «Με κανένα τρόπο δεν ξαναγυρίζω στο Μεξικό. Δεν υποφέρω να βρίσκομαι σε μια χώρα πιο σουρεαλιστική από τους πίνακές μου».


4. «Είναι προφανές ότι υπάρχουν άλλοι κόσμοι, είναι σίγουρο. Αλλά, όπως ήδη έχω πει πολλές φορές, αυτοί οι κόσμοι εδρεύουν μέσα στον δικό μας, κατοικούν στη Γη και συγκεκριμένα στο κέντρο του θόλου του Μουσείου Νταλί, εκεί όπου βρίσκεται ο νέος ανυποψίαστος και απατηλός κόσμος του σουρεαλισμού».


5. «Πολλοί άνθρωποι δε φτάνουν τα ογδόντα, γιατί προσπαθούν για πάρα πολύ καιρό να μείνουν στα σαράντα».


6. «Η Ρωσική Επανάσταση είναι η Γαλλική Επανάσταση που άργησε να φτάσει, λόγω του κρύου».


7. «Το χειρότερο πράγμα είναι η ελευθερία. Η ελευθερία κάθε μορφής είναι ότι χειρότερο για τη δημιουργικότητα. Ο Νταλί πέρασε δύο μήνες σε φυλακή της Ισπανίας και αυτοί οι δύο μήνες ήταν οι πιο χαρούμενες στιγμές στη ζωή μου».


8. «Στα τρία μου ήθελα να γίνω μάγειρας. Στα επτά ήθελα να γίνω Ναπολέων. Η φιλοδοξία μου ποτέ δεν έπαψε να μεγαλώνει. Τώρα πλέον θέλω να γίνω Σαλβαδόρ Νταλί και τίποτα άλλο. Από την άλλη μεριά όμως, αυτό είναι δύσκολο, αφού, όσο πλησιάζω τον Σαλβαδόρ Νταλί, τόσο αυτός απομακρύνεται από εμένα».


9. «Μόνο δυο κακά πράγματα μπορούν να σου συμβούν στη ζωή, να είσαι ο Πάμπλο Πικάσο ή να μην είσαι ο Σαλβαδόρ Νταλί».


10. «Ένας πίνακας ζωγραφικής είναι μια φωτογραφία φτιαγμένη με το χέρι».


11. «Το κακό γούστο είναι δημιουργικό. Πρόκειται για την κυριαρχία της βιολογίας επί της εξυπνάδας».


12. «Ο χρόνος είναι ένα από τα ελάχιστα σημαντικά πράγματα που μας έχουν μείνει».


13. «Θα γίνω μια ιδιοφυΐα και ο κόσμος θα με θαυμάζει. Ίσως θα είμαι περιφρονημένος και ακατανόητος, αλλά θα είμαι μια ιδιοφυΐα, μια μεγάλη ιδιοφυΐα, διότι είμαι σίγουρος γι' αυτό».


14. «Φωνάζω τη σύζυγό μου: Γκαλά, Γκαλούσκα, Γκραντίβα. Ολίβα λόγω του οβάλ του προσώπου της και του χρώματος της επιδερμίδας της. Ολιβέτα, χαϊδευτικό του Ολίβα. Και αυτά που πηγάζουν από την τρέλα της: Ολιουέτα, Οριουέτα, Μπουριμπέτα, Μπουριουετέτα, Σιλιουέτα, Σολιμπουμπουλέτα, Ολιμπουριμπουλέτα, Θιουέτα, Λιουέτα. Επίσης τη φωνάζω Λιονέτ, γιατί όταν εκνευρίζεται, βρυχάται σαν το λιοντάρι της Metro Goldwyn Mayer».


15. «Ο Πικάσο είναι ζωγράφος. Και εγώ επίσης. Ο Πικάσο είναι Ισπανός. Και εγώ επίσης. Ο Πικάσο είναι κομουνιστής. Ούτε εγώ είμαι».


16. «Δεν μπορείτε να με αποβάλλετε από το σουρεαλιστικό κίνημα, γιατί εγώ είμαι ο Σουρεαλισμός!».


17. «Η μόνη διαφορά μου με τους σουρεαλιστές, είναι πως εγώ είμαι σουρεαλιστής».


18. «Η ζωγραφική είναι η ειλικρινέστερη των τεχνών. Δεν υπάρχει τρόπος να παραπλανήσει. Είναι είτε καλή είτε κακή».


19. «Είναι εύκολο να καταλάβεις αν ένας άνθρωπος έχει γούστο: το χαλί πρέπει να συνδυάζεται με τα φρύδια».


20. «Σήμερα η προτίμηση για το ελάττωμα είναι τέτοια, που μόνο οι ατέλειες και κυρίως η ασχήμια θεωρούνται ιδιοφυΐα. Όταν μια Αφροδίτη μοιάζει με βάτραχο, οι σύγχρονοι ψευτοεστέτ αναφωνούν: Είναι δυνατό, είναι ανθρώπινο!».


21. «Η μεγαλύτερη δυστυχία για τα σημερινά νιάτα, είναι ότι δεν ανήκω πλέον σε αυτά».


22. «Χωρίς κοινό, χωρίς την παρουσία των θεατών, αυτά οι θησαυροί δε θα πληρούσαν τον προορισμό για τον οποίο φτιάχτηκαν. Γιατί ο θεατής είναι ο τελικός καλλιτέχνης. Η ματιά του, η καρδιά του και το πνεύμα του - με μεγαλύτερη ή μικρότερη ικανότητα να αντιληφθεί την πρόθεση του δημιουργού - δίνουν ζωή στους θησαυρούς».


23. «Το μοναδικό, από το οποίο ο κόσμος δε θα κουραστεί ποτέ, είναι η υπερβολή».


24. «Για να αρέσει πολύ μια ταινία στο κοινό, πρέπει επιτέλους να σταματήσει αυτός ο σύγχρονος αηδιαστικός κινηματογραφικός ρυθμός, αυτή η συμβατική, εξοργιστική ρητορική της κίνησης της κάμερας. Πώς να πιστέψεις στο πλέον μπανάλ μελόδραμα, όταν η κάμερα ακολουθεί το δολοφόνο παντού με το ηλίθιο τράβελιν, ακόμα και στο μπάνιο όπου θα ξεπλύνει το αίμα που του λέκιασε τα χέρια; Γι' αυτό ο Νταλί, πριν αρχίσει το γύρισμα, θα ακινητοποιήσει την κάμερα καρφώνοντάς τη στο πάτωμα. Αν η δράση εξαφανιστεί από το οπτικό κάδρο, ατυχία! Το κοινό θα περιμένει αγχωμένο, εξοργισμένο, εκστασιασμένο, χτυπώντας τα πόδια δυνατά στο δάπεδο ή, ακόμα καλύτερα, θα βαριέται τη ζωή του μέχρι η δράση να επιστρέψει και πάλι στο οπτικό του πεδίο».

http://www.artmag.gr/art-articles/media-keyhole/294-salvador-dali

Τετάρτη

Τάδε έφη Νικηφόρος Βρεττάκος

Πηγή: gnomikologikon.gr

"Η συνείδηση είναι το βάθος του ανθρώπου. Η αγάπη είναι το πλάτος του."

http://www.gnomikologikon.gr/catquotes.php?categ=40

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πηγή: el.wikipedia.org

Βίος

Γεννήθηκε στις Κροκεές Λακωνίας την 1η Ιανουαρίου 1912. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στο πατρικό του κτήμα στην Πλούμιτσα, κοντά στον Ταΰγετο και τα μαθητικά του στις Κροκεές και το Γύθειο, από το Γυμνάσιο του οποίου αποφοίτησε.

Νέος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για σπουδές που δεν πραγματοποίησε και άσκησε διάφορα επαγγέλματα ως ιδιωτικός υπάλληλος (1930-1938) και έπειτα ως δημόσιος υπάλληλος (1938-1947) και ως φιλολογικός συντάκτης περιοδικών και εφημερίδων.

Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 και ύστερα στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ[1].

Το 1954 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος στον Πειραιά. Την περίοδο της δικτατορίας (1967-74) έζησε αυτοεξόριστος σε χώρες της Ευρώπης.

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος είναι ενας σημαντικός σύγχρονος Έλληνας ποιητής, που διακρίνεται για τον βαθύτατο ανθρωπισμό της ποίησής του και την ιδιομορφία των εμπνεύσεών του. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Υπήρξε μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πήρε μέρος σε πολλά ποιητικά συνέδρια και φεστιβάλ στο Λονδίνο, στην Αχρίδα της τότε Γιουγκοσλαβίας κ.α. Τιμήθηκε με δύο Πρώτα Κρατικά Βραβεία (1940 και 1956), το Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1976), με το βραβείο Ουράνη κ.ά. Το 1980 πραγματοποίησε τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του «αγνώστου ναυτικού» στο λιμάνι του Γυθείου.

Το 1987 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ήταν κάτοικος Αθηνών (οδός Φιλολάου) και ομιλούσε Γαλλικά και Ιταλικά. Ο Νικηφόρος Βρετάκος απεβίωσε στις 4 Αυγούστου του 1991. Ο Δήμος Αθηναίων απονέμει ένα λογοτεχνικό βραβείο στη μνήμη του. Το Αρχείο του έχει δωρηθεί και σώζεται στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης.

Έργο

Το κύριο έργο του Βρεττάκου είναι ποιητικό. Σε ξεχωριστούς τόμους εκδόθηκαν οι ποιητικές του συλλογές:

Κάτω από σκιές και φώτα (1929),
Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων (1933),
Ο πόλεμος (1935),
Οι γκριμάτσες του ανθρώπου (1935),
Η επιστολή του Κύκνου (1937),
Το ταξίδι του Αρχάγγελου (1938),
Μαργαρίτα, εικόνες από το ηλιοβασίλεμα (1939),
Το μεσουράνημα της φωτιάς (1940),
Ηρωική Συμφωνία (1944),
33 Ημέρες (1945),
Η παραμυθένια πολιτεία (1947),
Το βιβλίο της Μαργαρίτας (1949),
Ο Ταΰγετος και η σιωπή (1949),
Τα θολά ποτάμια (1950),
Πλούμιτσα (1951),
Έξοδος με το άλογο (1952),
Γράμμα στον Ρ. Οππενχάιμερ (1954),
Τα ποιήματα 1929-1951 (1956),
Ο χρόνος και το ποτάμι (1957),
Η μητέρα μου στην εκκλησία (1957),
Βασιλική Δρυς (1958),
Το βάθος του κόσμου (1961),
Αυτοβιογραφία (1961),
Εκλογή (επιλογή από τις προηγούμενες συλλογές (1965),
Οδοιπορία (συνολική έκδοση του ποιητικού του έργου σε 3 τόμους, 1972),
Διαμαρτυρία (1974),
Ωδή στον ήλιο (1974),
Το ποτάμι Μπόες και τα εφτά ελεγεία (1975),
Απογευματινό ηλιοτρόπιο (1976),
Ανάριθμα (1979),
Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη (1981) κ.ά.
Παράλληλα ασχολήθηκε με την πεζογραφία και την κριτική.

Σε ξεχωριστούς τόμους εκδόθηκαν τα πεζά έργα του:

Το γυμνό παιδί (1939),
Το αγρίμι (αυτοβιογραφία, 1945),
Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου (1949),
Ο ένας από τους δύο κόσμους (1958),
Νίκος Καζαντζάκης, η αγωνία του και το έργο του (1959),
Οδύνη (μυθιστόρημα στα αγγλικά, Νέα Υόρκη, 1969),
Μπροστά στο ίδιο ποτάμι (1972),
Μαρτυρίες μιας κρίσιμης εποχής (1979) κ.ά.
Έγραψε επίσης μία τραγωδία με τον τίτλο Ο Προμηθέας (1978).




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ

Κελεσίδου Άννα, «Ο πανανθρωπισμός του Νικηφόρου Βρεττάκου», Παρνασσός 31 (1989), 403-414.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF%86%CF%8C%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%92%CF%81%CE%B5%CF%84%CF%84%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CF%82

Τρίτη

Τάδε έφη Μαχάτμα Γκάντι

Πηγή: cosmos11.com

"Τα 7 σφάλματα του κόσμου"
Πλούτος δίχως μόχθο
Ηδονή δίχως συνείδηση
Γνώση δίχως χαρακτήρα
Εμπόριο δίχως ηθική
Επιστήμη δίχως ανθρωπιά
Λατρεία δίχως θυσία
Πολιτική δίχως αρχές"


http://www.blogger.com/img/blank.gif


Βιογραφικό

Πηγή: el.wikipedia.org

Ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι (γκουτζαράτι:મોહનદાસ કરમચંદ ગાંધી, ντεβαναγκάρι: मोहनदास करमचन्‍द गान्‍धी) ήταν Ινδός πολιτικός, στοχαστής και επαναστάτης ακτιβιστής. Υπήρξε η κεντρική μορφή του εθνικού κινήματος για την ινδική ανεξαρτησία και εμπνευστής της μεθόδου παθητικής αντίστασης χωρίς τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών.

Η διδασκαλία του επηρέασε το διεθνές κίνημα για την ειρήνη και μαζί με τον ασκητικό βίο του συνέτειναν στο να καταστεί παγκόσμιο σύμβολο και ορόσημο της φιλοσοφικής και κοινωνικοπολιτικής διανόησης του 20ού αιώνα. Έγινε ευρύτερα γνωστός με την προσωνυμία Μαχάτμα, που φέρεται να του απέδωσε στα 1915 ο Ινδός νομπελίστας ποιητής και φιλόσοφος Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και στα σανσκριτικά σημαίνει Μεγάλη Ψυχή.

Γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869, στο Πορμπαντάρ, μια μικρή πόλη στη δυτική ακτή της Ινδίας στην επαρχία Γκουτζάρατ. Η οικογένειά του ανήκε στην κάστα Βανισίγια, σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση του κοινωνικού διαχωρισμού σε κάστες. Ο παππούς του ήταν τοπικός κυβερνήτης του Πορμπαντάρ θέση στην οποία τον διαδέχτηκε ο γιος του και πατέρας του Μαχάτμα, Καραμτσάντ. Η μητέρα του, Πουτλιμπάι, που ήταν η τέταρτη σύζυγος του Καραμτσάντ (οι τρεις προηγούμενες είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια της γέννας) επηρέασε καταλυτικά το χαρακτήρα του με την αγιότητα του βίου της, την ευγένειά και τη θρησκευτική πίστη.

Μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο ασπαζόταν τις απόψεις του τοπικού θρησκευτικού κινήματος της Γκουτζαράτ, Τζαΐν, που πρέσβευε τις αρχές του μη-τραυματισμού οποιουδήποτε ζωντανού πλάσματος, τη χορτοφαγία, τη νηστεία ως μέθοδο αυτοκάθαρσης και την αμοιβαία ανοχή μεταξύ των μελών των διάφορων καστών και θρησκευτικών κινημάτων.

Το 1876 η οικογένειά του μετακόμισε στην πόλη Rajkot και ο Μαχάτμα εγγράφηκε στο σχολείο. Την ίδια χρονιά αρραβωνιάστηκε την συνομήλική του Καστουρμπάι, κόρη του εμπόρου Gokuldas Makanji. Το 1881 εισήλθε στο Γυμνάσιο Alfred High School και δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την Καστουρμπάι. Μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά το Χαριλάλ (1888), το Μανιλάλ (1892), το Ραμντάς (1897) και τον Ντεμντάς (1900).

Η μετάβαση στο ΛονδίνοΣτις 16 Νοεμβρίου 1885 πέθανε ο πατέρας του σε ηλικία 63 ετών. Το 1887 επέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις και εισήλθε στο Κολλέγιο Samaldas, αλλά οι σπουδές εκεί του φάνηκαν δύσκολες και η ατμόσφαιρα δυσάρεστη ώστε παρακολούθησε μόνο ένα ακαδημαϊκό έτος. Μετά από αυτό ένας οικογενειακός φίλος πρότεινε πως εάν ο Μαχάτμα επιθυμούσε να αναλάβει τη θέση του πατέρα του θα ήταν καλό να σπουδάσει νομικά, σπουδές που θα διαρκούσαν τρία χρόνια στο Λονδίνο. Έτσι ο νεαρός Γκάντι εκμεταλλευόμενος αυτήν την πρόταση μετέβη στην πρωτεύουσα της τότε Βρετανικής Αυτοκρατορίας στις 4 Σεπτεμβρίου 1888 και εγγράφηκε στο University College London. Ο Γκάντι φανταζόταν την Αγγλία σαν το κέντρο του πολιτισμού, χώρα φιλοσόφων και ποιητών. Η φανταστική του εικόνα όμως υπεχώρησε όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον χλευασμό συμφοιτητών για τις ιδιαίτερες πολιτισμικές του συνήθειες ενώ συνάμα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί προς τον δυτικό τρόπο ένδυσης και συμπεριφοράς.


Ο Γκάντι το 1890 με μέλη της Ένωσης Χορτοφάγων Λονδίνου.Η παραμονή του στο Λονδίνο επηρεάστηκε από την υπόσχεση, την οποία είχε δώσει στη μητέρα του, ενώπιον του μοναχού Becharji της ομάδας Τζαΐν, να απέχει από την κρεοφαγία, την οινοπνευματοποσία και την ερωτική ελευθεριότητα. Αν και πειραματίστηκε στην υιοθέτηση ορισμένων αγγλικών συνηθειών, εν τούτοις παρέμεινε χορτοφάγος συμμετέχοντας στην Ένωση Χορτοφάγων του Λονδίνου, όπου ανήκε και ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, εκλεγόμενος μάλιστα και μέλος της εκτελεστικής της επιτροπής.

Μερικά από τα μέλη της Ένωσης ήταν επίσης μέλη της Θεοσοφικής Εταιρείας, η οποία είχε ιδρυθεί το 1875 με σκοπό την προώθηση της παγκόσμιας συναδέλφωσης και επικέντρωνε στη μελέτη της βουδιστικής και ινδικής βραχμανικής λογοτεχνίας. Αυτοί παρότρυναν τον Γκάντι να διαβάσει τη Bhagavad-Gita. Το ίδιο διάστημα ένας Χριστιανός φίλος του του πρότεινε να διαβάσει τη Βίβλο. Αν και βρήκε δύσκολη και ανιαρή την ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης ενθουσιάστηκε με την Καινή Διαθήκη και ιδιαίτερα με την «Επί του Όρους ομιλία». Μη έχοντας επιδείξει προηγουμένως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκεία μελέτησε θρησκευτικά έργα και πραγματείες, γεγονός που του ενεφύσησε την αρχή για τον σεβασμό κάθε θρησκείας και την υπεράσπιση της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας.

Επιστροφή στην Ινδία

Αφού πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις του τελευταίου έτους και έλαβε το πτυχίο του απέπλευσε για την Ινδία στις 10 Ιουνίου του 1891. Φθάνοντας στη Βομβάη πληροφορήθηκε ότι η μητέρα του είχε πεθάνει. Οι συγγενείς του σκόπιμα είχαν αποκρύψει την είδηση προκειμένου να αποφύγει τον συναισθηματικό κλονισμό, ως τόσο μακριά από την πατρίδα. Αρχικά έμεινε για λίγο στο Rajkot αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση του μικρού γιου του και των παιδιών του αδελφού του, ενώ λίγο αργότερα αποφάσισε να ανοίξει δικηγορικό γραφείο στη Βομβάη. Εκεί παρέμεινε μερικούς μήνες αναλαμβάνοντας μόνο μια μικρή υπόθεση. Όταν όμως προσήλθε στο δικαστήριο για να αγορεύσει έχασε το θάρρος του και δεν κατάφερε να αρθρώσει ούτε μία λέξη.

Η αποτυχία στη Βομβάη τον έφερε πίσω στο Rajkot όπου προσπάθησε να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά. Και εκεί όμως δεν κατάφερε να προοδεύσει και επί πλέον ένιωθε άβολα μέσα σ' ένα περιβάλλον γεμάτο ασήμαντες δολοπλοκίες και μικροπρέπειες. Τότε του προτάθηκε από την εταιρεία Dada Abdulla & Co. να την αντιπροσωπεύσει σε μία δικαστική υπόθεση στη Νότια Αφρική. Ο Γκάντι ενθουσιάστηκε από την προσφορά και ξεκίνησε για την Αφρική τον Απρίλιο του 1893.

Κατά του απαρτχάιντ

Φτάνοντας στη Νότια Αφρική βρέθηκε αντιμέτωπος με τον φυλετικό διαχωρισμό του απαρτχάιντ, ο οποίος εκδηλωνόταν από τους λευκούς εποίκους εις βάρος των ντόπιων έγχρωμων και των Ινδών μεταναστών. Ο ίδιος ο Γκάντι εκδιώχθηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου επειδή αρνούνταν να βγάλει το παραδοσιακό ινδικό τουρμπάνι ενώ ακόμη μία φορά δέχθηκε βία από τον οδηγό ταχυδρομικής άμαξας λόγω του ότι αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση του σε κάποιον Ευρωπαίο επιβάτη. Αυτή η κατάσταση τον οδήγησε να δραστηριοποιηθεί πολιτικά, υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα των συμπατριωτών του.


Η Καστουρμπάι με τους τέσσερεις γιους της στη Ν.Αφρική το 1902


Κατά την εικοσάχρονη παραμονή στη Ν. Αφρική φυλακίστηκε πολλές φορές για τους αγώνες του. Εκεί πρώτη φορά ξεκίνησε να διδάσκει την τακτική της παθητικής αντίστασης, μιας μεθόδου με σαφείς αναφορές στη σκέψη του κορυφαίου Ρώσου συγγραφέα Λέοντα Τολστόι. Στην άρνησή για τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών επηρεάστηκε, όπως ο ίδιος έλεγε, από τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και τον Αμερικανό συγγραφέα Χένρι Θορό, ο οποίος είχε γράψει ένα δοκίμιο για την πολιτική ανυπακοή.


Ο Γκάντι με τους ηγέτες της κίνησης παθητικής αντίστασης (μη βίας) στη Ν.Αφρική.Οπότε ξέσπασε ο πόλεμος των Μπόερς ο Γκάντι οργάνωσε σώμα τραυματιοφορέων για το βρετανικό στρατό και διηύθυνε μία μονάδα του Ερυθρού Σταυρού. Μετά τη λήξη του πολέμου επέστρεψε στον αγώνα για τα δικαιώματα των Ινδών μεταναστών και στα 1910 ίδρυσε το αγρόκτημα Τολστόι, κοντά στο Ντάρμπαν, μια συνεταιριστική παροικία για Ινδούς.

Το 1914 η κυβέρνηση της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης έκανε σημαντικές παραχωρήσεις στις απαιτήσεις του Γκάντι, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης των ινδικών γάμων και της κατάργησης του κεφαλικού φόρου. Έτσι αφού κατάφερε την απόδοση ουσιωδών δικαιωμάτων στους συμπατριώτες του αποφάσισε να επιστρέψει τον ίδιο χρόνο στην Ινδία.

Πορεία προς την ινδική ανεξαρτησία

Επί δύο περίπου χρόνια ταξίδεψε σε πολλές περιοχές της Ινδίας προκειμένου να έρθει σε επαφή με τις απόψεις της σύγχρονης ινδικής κοινωνίας. Το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στο πρόβλημα της επαγγελματικής μαθητείας, σύστημα στα πλαίσια του οποίου φτωχοί και αγράμματοι εργάτες δελεάζονταν ώστε να εγκαταλείψουν την Ινδία εργαζόμενοι σε άλλες βρετανικές αποικίες.


Ο Γκάντι και η Καστουρμπάι μετά την επιστροφή τους στην Ινδία το 1915.Ο Γκάντι χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της παθητικής αντίστασης κατάφερε να προκαλέσει μεγάλη κινητοποίηση για αυτό το θέμα. Στη Βομβάη πραγματοποιήθηκε συνέλευση όλων των Ινδών ηγετών και καθορίστηκε η 31η Μαΐου 1917 ως η τελευταία ημερομηνία για την κατάργηση της επαγγελματικής μαθητείας. Εν συνεχεία ταξίδεψε σε όλη τη χώρα για να λάβει υποστήριξη του αγώνα του. Οι συγκεντρώσεις σε κάθε σταθμό της περιοδείας του ήταν τέτοιες, ώστε ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναγγείλει ότι το συγκεκριμένο σύστημα εργασίας θα έπαυε πριν την 31η Μαΐου.

Την περίοδο του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε σε κεντρική μορφή του εθνικού αγώνα των Ινδών για ανεξαρτησία. Το κίνημα της ανεξαρτησίας άρχισε σύντομα να εξαπλώνεται και όταν στα 1919 το Βρετανικό Κοινοβούλιο μέσω της πράξης του Rowlatt παρεχώρησε στις αποικιακές δυνάμεις έκτακτες εξουσίες για την αντιμετώπισή του, η τακτική της παθητικής αντίστασης απέκτησε εκατομμύρια θιασώτες σε όλη τη χώρα. Μία διαδήλωση εναντίον της πράξης του Rowlatt στην πόλη Αμριτσάρ κατέληξε σε λουτρό αίματος από τις βρετανικές δυνάμεις (Σφαγή του Αμριτσάρ). Ως αντίδραση στην απάνθρωπη αποικιοκρατική αυτή πράξη ο Μαχάτμα όρισε την 16η Απριλίου ημέρα νηστείας και προσευχής για τα θύματα της σφαγής. Το 1920 μετά την αποτυχία των Βρετανών να επανορθώσουν ο Γκάντι προώθησε μίαν οργανωμένη εκστρατεία μη συνεργασίας. Παραιτήθηκαν οι Ινδοί κρατικοί αξιωματούχοι, οι πολίτες αρνούνταν τη συμμετοχή σε κρατικούς οργανισμούς και τα παιδιά αποχώρησαν από τα κρατικά σχολεία.

Το τέλος

Ο Μαχάτμα Γκάντι δολοφονήθηκε στο Νέο Δελχί στις 30 Ιανουαρίου 1948 από έναν εθνικιστή Ινδό ονόματι Γκόντσε.

el.wikipedia.org

Πέμπτη

Τάδε έφη Λάο Τσε.

Πηγή: pavlidis.psichogios.gr

"Όποιος έχει στενό νού δεν έχει πλατειά καρδιά".

pavlidis.psichogios.gr

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

Πηγή: el.wikipedia.org

Ο Λάο Τσε (κινεζικά: 老子, πινγίν: Lǎozǐ, επίσης Lao Tzŭ, Lao Tse ή Laotze) είναι ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της Κινέζικης φιλοσοφίας. Σύμφωνα με την κινέζικη παράδοση, έζησε κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. Πολλοί ιστορικοί τοποθετούν τη ζωή του στον 4ο αιώνα π.Χ. την περίοδο δηλαδή των “εκατό σχολών σκέψης” ενώ άλλοι αμφισβητούν την ιστορική του ύπαρξη. Στον Λάο Τσε αποδίδεται η συγγραφή του Ταοϊστικού έργου Τάο Τε Τσινγκ, κάτι που τον καθιέρωσε ως τον ιδρυτή του Ταοϊσμού.

[Επεξεργασία] Η ζωή τουΛίγα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ο Λάο Τσε έγινε ένα σημαίνον πρόσωπο για τον κινέζικο πολιτισμό. Σύμφωνα με το μύθο, η μητέρα του των εγκυμονούσε για 8 ή 80 χρόνια, και όταν γεννήθηκε είχε λευκά μαλλιά. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Λάο Τσε ήταν γηραιότερος σύγχρονος του Κονφούκιου και εργαζόταν στην αυτοκρατορική βιβλιοθήκη της δυναστείας των Ζου. Εκεί και τον συνάντησε τυχαία ή εκ προθέσεως ο Κονφούκιος. Σύμφωνα με την ίδια ιστορία, τους επόμενους μήνες, οι δύο άντρες συζητούσαν περί τύπων και ευπρέπειας, βασικών στοιχείων του Κονφουκιανισμού. Ο Λάο Τσε ερχόταν σε αντίθεση με αυτά καθώς τα θεωρούσε πρακτικές χωρίς ουσία. Τα διδάγματα των Ταοϊστών αναφέρουν ότι οι συζητήσεις αυτές αποδείχθηκαν πιο εποικοδομητικά για τον Κονφούκιο, παρά το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης.

[Επεξεργασία] ΤαοϊσμόςΤο έργο του Λάο Τσε, Τάο Τε Τσινγκ, είναι μια από τις σημαντικότερες πραγματείες της κινέζικης φιλοσοφίας. Καλύπτει πολλές πτυχές της φιλοσοφίας, από την εξατομικευμένη πνευματικότητα, μέχρι διαπροσωπικές δυναμικές και πολιτικές τεχνικές. Ο Λάο Τσε ανέπτυξε την έννοια του “Τάο” που συχνά μεταφράζεται ως “ο δρόμος”, και διεύρυνε τον ορισμό του σε μια αυθύπαρκτη τάξη και κατάσταση του σύμπαντος: ”Ο δρόμος που είναι η φύση”. Υπογράμμισε τη σημασία της “πράξης χωρίς πράξη”. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να στέκεται απαθής και να μην κάνει τίποτα, αλλά ότι πρέπει να αποφεύγει τις προσβλητικές ή επιθετικές πράξεις. Ο Λάο Τσε πίστευε ότι η βία πρέπει να αποφεύγεται όποτε είναι δυνατό, και ότι η στρατιωτική νίκη δεν πρέπει να είναι γιορτή αλλά πένθος για την αναγκαιότητα της βίας απέναντι σε ανθρώπινες υπάρξεις.

el.wikipedia.org

Τετάρτη

Τάδε έφη Νίκος Καζαντζάκης

Πηγή: gnomikologikon.gr

"Μια αστραπή η ζωή μας... μα προλαβαίνουμε".

http://www.gnomikologikon.gr/catquotes.php?categ=50

Νίκος Καζαντζάκης ( 1883-1957 , Έλληνας συγγραφέας)

Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε ο μεγαλύτερος Έλληνας συγγραφέας των νεώτερων χρόνων. Υπήρξε επίσης φιλόσοφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας.
Σπούδασε νομικά και έκανε μεταπτυχιακά στο Παρίσι. Θεωρούσε δασκάλους του τον Όμηρο, το Δάντη και τον Μπεργκσόν. Το 1919 διορίστηκε από τον Βενιζέλο Γεν. Γραμματέας του Υπουργείου περιθάλψεως, υπεύθυνος για τους πρόσφυγες.

Τα πιο γνωστά του έργα: Οδύσσεια, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946), Ο καπετάν Μιχάλης (1953), Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1954), Ο τελευταίος πειρασμός (1955), Ασκητική, Αναφορά στον Γκρέκο.

http://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=36

Τρίτη

Τάδε έφη Κάρολος Ντίκενς

Πηγή: magikokouti.gr

"Το κλάμα καθαρίζει τα μάτια, τους πνεύμονες, την όραση, καθαρίζει την όψη, κατευνάζει το θυμό - γι' αυτό κλαίτε συχνά".

http://www.magikokouti.gr/rita.htm

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πηγή: el.wikipedia.org

Ο Κάρολος Ντίκενς, ορθότερα Τσάρλς Ντίκενς (Charles Dickens, 7 Φεβρουαρίου 1812 - 9 Ιουνίου 1870) ήταν Άγγλος μυθιστοριογράφος.

Ο Κάρολος Ντίκενς υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους Άγγλους μυθιστοριογράφους. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους συγγραφείς της Βικτωριανής Εποχής (19ος αιώνας). Η δημοτικότητά του ποτέ δεν μειώθηκε στη διάρκεια της ζωής του και σήμερα ακόμη η εκτίμηση για το έργο του είναι πολύ υψηλή.

Πολλά από τα μυθιστορήματά του, με το συνεχές ενδιαφέρον που είχαν για την κοινωνική μεταρρύθμιση, εμφανίστηκαν αρχικά στα περιοδικά σε συνέχειες, κάτι που εκείνη την εποχή ήταν πολύ διαδεδομένο. Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς, οι οποίοι ολοκλήρωναν τα μυθιστορήματά τους πριν τα εκδώσουν σε συνέχειες, ο Κάρολος Ντίκενς έγραφε το μυθιστόρημά του και το εξέδιδε συγχρόνως σε συνέχειες. Η πρακτική αυτή δάνεισε στις ιστορίες του ένα συγκεκριμένο ρυθμό, ο οποίος τονιζόταν από δραματικές στιγμές με αποτέλεσμα το κοινό να περιμένει με ανυπομονησία τη συνέχεια του μυθιστορήματος. Η συνεχής δημοτικότητα των μυθιστορημάτων και των μικρών ιστοριών του είναι τέτοια που δε σταμάτησαν ποτέ να εκδίδονται.

Η δουλειά του έχει επαινεθεί για την καλλιέργεια της πεζογραφίας και τις μοναδικές προσωπικότητες από συγγραφείς όπως ο Τζορτζ Γκίσινγκ, ο Λέων Τολστόι και ο G. K. Chesterton, αν και άλλοι, όπως ο Χένρι Τζέιμς και η Βιρτζίνια Γουλφ, την επέκριναν για τη συναισθηματικότητα και την αληθοφάνειά της.

Βιογραφία [Επεξεργασία]Ο Κάρολος Ντίκενς ήταν γιος του Τζον Ντίκενς, δημοσίου υπαλλήλου με μικρό μισθό, που ποτέ δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα έξοδά του. Όταν τέλος οι δανειστές του τον κυνήγησαν και τον έριξαν στη φυλακή για τα χρέη του, ο νεαρός Κάρολος πληγώθηκε τόσο βαθιά, ώστε πήρε την απόφαση να αγωνιστεί για να γλυτώσει από τη φτώχεια και τα χρέη.

Σε ηλικία δεκαπέντε ετών αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο και να εργαστεί σε εργοστάσιο βερνικιών για να συντηρήσει την οικογένειά του. Από την περιπέτεια αυτή άντλησε πολύτιμες εμπειρίες για το κατοπινό του έργο.

Μια απροσδόκητη κληρονομιά ήρθε να βγάλει τον Τζον Ντίκενς από την φυλακή και να απαλλάξει τον Κάρολο από τη δουλειά που μισούσε. Αφού πήγε άλλον ένα χρόνο στο σχολείο, έπιασε δουλειά στο γραφείο ενός δικηγόρου. Κι αυτή η δουλειά δεν του άρεσε, γι' αυτό έμαθε στενογραφία και έγινε ανταποκριτής εφημερίδος. Κανείς άλλος ανταποκριτής στο Λονδίνο δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον Κάρολο Ντίκενς στην ακρίβεια και στην ταχύτητα των ειδήσεων.

Στις διαθέσιμες ώρες του έγραφε διηγήματα, βάζοντας μέσα τα πρόσωπα που γνώριζε, τους ανθρώπους που συναντούσε στο δρόμο και τους τύπους που δημιουργούσε με τη γόνιμη φαντασία του, εμφυσώντας στον καθένα τη γνώριμη πνοή του Ντίκενς. Το πρώτο του έργο, με τίτλο "Σκιαγραφήματα του Μποζ", τυπώθηκε το 1836. Την ίδια χρονιά, ένα άλλο από τα διηγήματά του δημοσιεύθηκε και αποτέλεσε την εκκίνηση της σταδιοδρομίας που επρόκειτο να δικαιώσει τη βαθιά πεποίθηση που είχε από τα πρώτα του παιδικά χρόνια ότι επρόκειτο να γίνει μεγάλος. Το Μάρτιο του 1836 κυκλοφόρησαν τα "Χαρτιά του Πίκγουικ", που έγιναν ανάρπαστα από το αναγνωστικό κοινό. Μετά εκδόθηκε ο "Όλιβερ Τουίστ", εμπνευσμένος από όσα είχε δει και γνωρίσει ο Ντίκενς στις περιοδείες του ως ανταποκριτής εφημερίδος.

Κατά τη διάρκεια των πρώτων αυτών επιτυχιών του, ο Ντίκενς είχε παντρευτεί την Αικατερίνη Χόγκαρθ και η οικογένειά του μεγάλωσε με γοργό ρυθμό καθώς απέκτησε εννέα παιδιά. Τα οικονομικά του επίσης βελτιώθηκαν πολύ και συνεχώς άλλαζε σπίτι, το ένα πιο μεγάλο από το άλλο.

Η δημοτικότητα του Ντίκενς μεγάλωνε κι αυτή. Έγινε γνωστός στην Αμερική όσο ήταν και στην Αγγλία. Το 1842 διέσχισε τον Ατλαντικό και οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν με τον χαρακτηριστικό ενθουσιασμό τους. Κι όμως, του νεαρού Ντίκενς οι Αμερικανοί τού φάνηκαν ακαλλιέργητοι και θορυβώδεις, μασούσαν καπνό, είχαν δούλους και δεν σέβονταν την ξένη πνευματική ιδιοκτησία. Δεν δίστασε καθόλου να εκφράσει τις απόψεις του και γυρίζοντας στην Αγγλία έγραψε τις όχι και τόσο κολακευτικές εντυπώσεις από την Αμερική στα "Αμερικάνικα Σημειώματα" (1842) και στο "Μάρτιν Τσάζλγουϊκ" (1843-1844). Το 1843 είχε εκδόσει τα "Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα" που γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα ακολούθησε ο "Δαβίδ Κόπερφιλντ".

Ο "Δαβίδ Κόπερφιλντ" (1849-1850) είναι σχεδόν η αυτοβιογραφία του Ντίκενς. Στο έργο αυτό αποθανατίζει τον πατέρα του στο πρόσωπο του κ. Μικόμπερ, και τον εαυτό του στο πρόσωπο του Δαβίδ. Το 1860-1861 εξέδωσε σε σειρές τις "Μεγάλες Προσδοκίες".

Το 1867 μια πολύ δελεαστική προσφορά από την Αμερική τον έκανε να διασχίσει πάλι τον Ατλαντικό. Οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν μ' ένα ενθουσιασμό άνευ προηγουμένου. Ξέχασαν τα όσα είχε γράψει κάποτε γι' αυτούς, αλλά κι αυτός αναίρεσε εκείνα τα λόγια του. Σ' ένα συμπόσιο που έκανε προς τιμήν του το Τυπογραφείο Ντελμόνικο της Νέας Υόρκης, έκανε μια πολύ εύγλωττη έκκληση για τη φιλία των δύο αγγλόφωνων λαών.

Το 1868 ο Ντίκενς επέστρεψε στην Αγγλία και δύο χρόνια αργότερα, το 1870, πέθανε στο Ρότσεστερ. Η σορός του τάφηκε στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%AC%CF%81%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CF%82_%CE%9D%CF%84%CE%AF%CE%BA%CE%B5%CE%BD%CF%82