Δευτέρα

Τάδε έφη Antonio Porchia.

Πηγή: gnomikologikon.gr

"Σε μια γεμάτη καρδιά υπάρχει χώρος για όλα και σε μια άδεια καρδιά δεν υπάρχει χώρος για τίποτα".

http://www.gnomikologikon.gr/catquotes.php?categ=115

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ο Antonio Porchia γεννήθηκε στις 13 Νοεμβρίου του 1885 στο χωριό Conflenti, που βρίσκεται στη επαρχία του Catanzaro στην Καλαβρία της Ιταλίας. Ήταν ο μεγαλύτερος από τους τέσσερις γιους του Francisco Porchia και της Rosa Vescio, και είχε και τρεις αδελφές. Ο πατέρας του ήταν ξυλέμπορος και μετακομίζει με την οικογένειά του στο Avellino, όπου ο Antonio περνάει τα παιδικά του χρόνια και το μεγαλύτερο μέρος της εφηβείας του. Ο θάνατος του πατέρα του, γύρω στο 1900, αναγκάζει τον Antonio, σε ηλικία μόλις 15 ετών, να εγκαταλείψει το σχολείο και να ριχτεί στη βιοπάλη για να επιβιώσει η οικογένεια. Λίγο καιρό αργότερα, η μητέρα του αποφασίζει να μεταναστεύσει στην Αργεντινή με έξι από τα επτά παιδιά της. Το μακρύ τους ταξίδι ξεκινά από τη Νάπολη και το 1902 αποβιβάζονται στο Buenos Aires. Ήταν η εποχή που η Αργεντινή δεχόταν ευχαρίστως μετανάστες, επειδή χρειαζόταν εργάτες γης. Από την άλλη, η Ιταλία βίωνε μια μεγάλη οικονομική κρίση: είχε περάσει μόλις μία δεκαετία από την ενοποίησή της.
«Τα παιδιαρίσματα είναι το αιώνιο, και το υπόλοιπο, όλο το υπόλοιπο, το σύντομο, το πολύ σύντομο»

Σε ηλικία 17 ετών ο Antonio αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη της οικογένειας και απασχολείται σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες (ξυλουργός, καλαθοπλέκτης, λιμενεργάτης κ.λ.π.), σε μια εποχή που το μεροκάματο αντιστοιχεί συνήθως σε 14 ώρες δουλειάς ή και περισσότερο. Αρχικά, η οικογένεια εγκαθίσταται σε ένα σπίτι στη συνοικία του Barracas. Αργότερα (γύρω στο 1918), μετακομίζει σε μία καλύτερη περιοχή, στο San Telmo. Την ίδια χρονιά ο Antonio και ο αδελφός του Nicolas, αγοράζουν ένα μικρό τυπογραφείο στην περιοχή, στην οδό Bollivar. Εκεί ο Antonio θα μάθει την τέχνη του τυπογράφου και θα την εξασκήσει μέχρι το 1935. Την επόμενη χρονιά, με τα αδέλφια του ήδη οικονομικά αποκατεστημένα και με δικές τους οικογένειες, ο Antonio επιλέγει τη μοναξιά. Εγκαταλείπει το τυπογραφείο και αγοράζει ένα σπίτι στην οδό San Isidro στη συνοικία της Saavedra, το οποίο γεμίζει με λουλούδια και καρποφόρα δέντρα. Συνεργάζεται στην έκδοση ενός αριστερού εντύπου, του «La Fragua» (1938-1939), στο οποίο εμφανίζονται για πρώτη φορά τα αποφθέγματά του, αποσπάσματα ή προτάσεις δηλαδή, που διανθίζουν συχνά το λόγο του και που αποφασίζει να ονομάσει «Φωνές».
«Χωρίς αυτή τη βλακώδη ματαιότητα που είναι το να επιδεικνυόμαστε και που ανήκει σε όλους και σε όλα, δεν θα βλέπαμε τίποτα και δεν θα υπήρχε τίποτα»

Από την αρχή της μοναχικής του ζωής, ο Porchia, συχνάζει στη La Boca, συνοικία του Buenos Aires στην οποία κατοικούν οι ιταλοί μετανάστες. Εκεί γνωρίζεται και γίνεται φίλος με μια ομάδα αναρχικών ζωγράφων και γλυπτών, με τους οποίους ιδρύει το 1940 την «Εταιρία Τέχνης και Γγραμμάτων Impulso». Οι φίλοι του αρχίζουν να τον πιέζουν να συγκεντρώσει σε ένα βιβλίο όλα τα αποφθέγματα με τα οποία εκφράζεται και καταγράφει σε σκόρπια φύλλα χαρτιού. Όχι χωρίς δισταγμό, στην αρχή, ο Antonio τελικά πείθεται και διαλέγει για τίτλο αυτόν, κάτω από τον οποίο, τις είχε πρωτοπαρουσιάσει στο περιοδικό La Fragua: Φωνές.
«Λίγη αγένεια ποτέ δεν με εγκαταλείπει. Και είναι αυτή που με προστατεύει»

Είμαστε στο 1943, ο Porchia είναι 57 ετών και, καθώς κανείς δεν τον ξέρει ως συγγραφέα, τα αντίτυπα του βιβλίου του μένουν στα αζήτητα. Καταλήγει να τα δωρίσει όλα στην Εταιρεία Προστασίας Λαϊκών Βιβλιοθηκών, μια οργάνωση που διευθύνει μια σειρά από μικρές βιβλιοθήκες σε όλη την Αργεντινή. Έτσι, παρατηρείται το παράδοξο, το πρώτο έργο ενός νέου συγγραφέα να βρίσκεται σε βιβλιοθήκες σε όλη τη χώρα. Πολλοί από τους αναγνώστες του, αντιγράφουν τις φωνές και τις κυκλοφορούν. Το έργο γίνεται γνωστό παντού. Η απήχησή του κάνει τον Porchia να τυπώσει και δεύτερη έκδοση. Ένα από τα αντίτυπα, αυτή τη φορά, πέφτει στα χέρια του γάλλου ποιητή και κριτικού Roger Caillois, ο οποίος κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου βρισκόταν στην Αργεντινή, εργαζόμενος στη σύνταξη του έγκριτου περιοδικού Sur, που διηύθυνε η Victoria Ocampo.
«Αν δεν σηκώνεις τα μάτια, θα πιστέψεις πως είσαι το πιο υψηλό σημείο»
Όταν ο Caillois επιστρέφει στη Γαλλία, μεταφράζει τις Φωνές και αρχίζει να τις δημοσιεύει σε διάφορα έντυπα, μέχρι που τις εκδίδει σε έναν τόμο, το 1949. Το βιβλίο αυτό αποσπά τον θαυμασμό του Henry Miller, ο οποίος συμπεριλαμβάνει τον Porchia μέσα στα 100 βιβλία μια ιδεώδους βιβλιοθήκης, σύμφωνα με μια έρευνα του Raymond Queneau, και κάνει τον André Breton να δηλώσει το 1952: «Η πιο εύπλαστη σκέψη στην ισπανική έκφραση είναι, για μένα, αυτή του Antonio Porchia, του Αργεντινού».
«Όποιος τα συγχωρεί όλα θα έπρεπε να συγχωρείται για όλα»
Οι διακρίσεις συνεχίζονται, αλλά ο Porchia παραμένει ταπεινός και αποτραβηγμένος. Στην Αργεντινή η αποδοχή του αρχίζει μετά την έκδοση των Φωνών του στα γαλλικά. Η ισπανόγλωσση έκδοση παραμένει στ αζήτητα, ενώ η γαλλική σημειώνει μεγάλη επιτυχία!!! Ο Antonio τα φέρνει δύσκολα οικονομικά, αναγκάζεται να πουλήσει το σπίτι της οδού San Isidro και να μείνει σε ένα άλλο, μικρότερο, στην οδό Malaver, στη συνοικία του Olivos. Εκεί θα ζήσει μέχρι το θάνατό του, το 1968.
«Έχουν πάψει να σε ξεγελούν, όχι να σε αγαπούν. Και σου φαίνεται πως έχουν πάψει να σε αγαπούν»
Κύριο στοιχείο του χαρακτήρα του αποτελούσε μια, χωρίς όρια, καλοσύνη: ποτέ κανείς δεν τον άκουσε να λέει κακό για κανέναν. Δεχόταν σπίτι του πολλούς φίλους, άλλοι από τους οποίους ήταν ζωγράφοι και άλλοι συγγραφείς. Ο Porchia ήταν ερωτευμένος με την τέχνη και όλες τις μορφές έκφρασής της. Αγαπούσε, επίσης, πολύ τον κήπο του και τις τριανταφυλλιές του. Ήταν ντροπαλός και συγκρατημένος. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, αν και κάποτε μίλησε για μια γυναίκα ελαφρών ηθών, που αποφάσισε να σώσει. Αναγκάστηκε να την αφήσει ύστερα από απειλές. Δεν φοβήθηκε για τη ζωή του, αλλά δεν θέλησε να βάλει σε κίνδυνο εκείνη.
«Όποιος δεν γεμίζει τον κόσμο του με φαντάσματα, απομένει μόνος»
Συχνά περνούσε τα σαββατοκύριακα στο εξοχικό σπίτι του Garcia και της Mary Orozco. Ένα από αυτά έπεσε από μια σκάλα, ενώ κλάδευε ένα δέντρο. Το δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του δημιούργησε έναν θρόμβο που τον έριξε σε κώμα. Υπεβλήθη σε εγχείριση, συνήλθε για λίγο μα, τελικά, κατέληξε στις 9 Νοεμβρίου του 1968, σε μια κλινική του Vicente Lopez, 20 μέρες πριν συμπληρώσει τα 83 του χρόνια. Ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο Τσακαρίτα του Μπουένος Άιρες, δίπλα σε εκείνον της μητέρας του.
«Το να κλαίγομαι για όλους και για όλα, μεγαλώνοντας, έφτασε να είναι το να κλαίγομαι για μένα σε μένα. Κι ακόμα μεγαλώνει»

Στα ελληνικά οι Φωνές έχουν εκδοθεί δύο φορές. Μια επιλογή τους το 1992, από τις εκδόσεις Στιγμή (σε μετάφραση Επαμεινώνδα Γονατά) και το σύνολό τους το 2004, από τις εκδόσεις της Ινδίκτου (σε μετάφραση Βασίλη Λαλιώτη), που είναι και το αντίτυπο που μου χαρίστηκε και από όπου πήρα τις φωνές του Porchia που υπάρχουν στο ποστ.
«Ο άνθρωπος τα κρίνει όλα από την παρούσα στιγμή, χωρίς να καταλαβαίνει πως μονάχα κρίνει μια στιγμή: την παρούσα στιγμή»

Τα στοιχεία της βιογραφίας του Antonio Porchia, μετέφρασα από τα ισπανικά από τον επίσημο διαδικτυακό του τόπο.
«Εσύ πιστεύεις πως με σκοτώνεις.
Εγώ πιστεύω πως αυτοκτονείς»

http://ninacouletaki.wordpress.com/2007/01/03/porchia/